Στείλτε μας τα άρθρα σας στο info@troktico.com 

Έξοδος του Μεσολογγίου

By Τροκτικο, 10 April, 2025

Στα πλαίσια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, και συγκεκριμένα τη νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Απρίλιου του 1826, ύστερα από 12 μήνες πολιορκίας οι έγκλειστοι Μεσολογγίτες και Μεσολλογίτισσες, ένοπλοι και άμαχοι, πραγματοποιούν ηρωική έξοδο από το πολιορκημένο από τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα Μεσολόγγι.

 

Τα πυρομάχικα και τα τρόφιμα είχαν προπολού τελειώσει και μόνη επιλογή ενάντια στην εξαθλίωση και τη λιμοκτονία ήταν η απέλπιδα, αυτοκτονική ουσιαστικά, προσπάθεια διαφυγής ανάμεσα σε χιλιάδες ένοπλους άνδρες του τουρκοαιγυπτιακού στρατού, που αδημονούσαν να εξοντώσουν, να αρπάξουν και να βιάσουν.

 

Αυτή ήταν η δεύτερη πολιορκία που βίωνε το Μεσολόγγι, που με αρχηγό του τον Αθανάσιο Ραζή-Κότσικα είχε επαναστατήσει ενάντια στον οθωμανικό ζυγό στις 20 Μαΐου 1821.  Η πρώτη πολιορκία και απόπειρα των Οθωμανών να καταπνίξουν τη μεσολογγίτικη επανάσταση έγινε στα τέλη του 1822, διήρκησε λίγους μήνες και κατέληξε σε ήττα των Τούρκων.

Οι πολιορκημένοι κυνηγούσαν ακόμα και ποντίκια, ενώ υπήρξαν κρούσματα νεκροφαγίας

Παρά τον ασφυκτικό κλοιό των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων από ξηρά και θάλασσα, τις αλλεπάλληλες επιθέσεις και τη «βροχή» των 100.000 οβίδων που είχε σωριάσει τα πάντα σε ερείπια, οι επαναστατικές σημαίες κυμάτιζαν ακόμη υπερήφανα στις επάλξεις των τειχών της «ιεράς πόλεως» των Ελλήνων. Ωστόσο, ένας πιο φοβερός και ανελέητος εχθρός – η πείνα – έκαμψε τους θρυλικούς υπερασπιστές της.

 

Ήδη, από τα μέσα Φεβρουαρίου η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Δεν αρκούσαν πλέον για να τους ενθαρρύνουν οι ηρωισμοί και οι επιτυχημένες επιθετικές έξοδοι. Δεν είχαν πλέον κανένα μέσο να συντηρηθούν.

 

Μια επιστολή του Ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη Μάγερ, που εστάλη στον συνταγματάρχη Στάνχοπ εκείνες τις ημέρες της αγωνίας – και μετά την καταστροφή από οβίδα στις 20 Φεβρουαρίου του τυπογραφείου των «Ελληνικών Χρονικών» – αποτελεί το τελευταίο μήνυμα του προπυργίου της ελληνικής αντίστασης.

«Τα βάσανα, τα οποία υπομένομεν, και μια πληγή την οποία έλαβα εις τους ώμους, δεν με εσυγχώρησαν μέχρι τούδε να σας διευθύνω τους τελευταίους μου ασπασμούς. Κατηντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην ώστε να τρεφώμεθα από τα πλέον ακάθαρτα ζώα και να πάσχωμεν όλα τα φρικτά αποτελέσματα της πείνης και της δίψης. Η νόσος αυξάνει έτι μάλλον τας δεινοπαθείας, υπό των οποίων θλιβόμεθα. Χίλιοι επτακόσιοι τεσσαράκοντα των αδελφών μας ετελεύτησαν και περίπου των εκατό χιλιάδων σφαίραι κανονιών και βόμβαι, ριπτόμεναι από το εχθρικόν στρατόπεδον, κατεδάφισαν τους προμαχώνας μας και κατεκρήμνισαν τας οικίας μας. Το δε ψύχος μάς ενοχλεί υπερβολικώς, καθότι είμεθα διόλου εστερημένοι από ξύλα της φωτιάς. Με όλας τας στερήσεις ταύτας, είναι αξιοθαύμαστον θέαμα ο ένθερμος ζήλος και η αφοσίωσις της φρουράς μας. Πόσοι γενναίοι άνδρες μετ’ ολίγας ημέρας δεν θέλει είσθαι πλέον ειμή σκιαί, κατηγορούσαι ενώπιον του Θεού την αδιαφορίαν του Χριστιανικού κόσμου εις τον αγώνα, όστις είναι ο αγών της θρησκείας! 

Οι Αλβανοί, όσοι παραίτησαν τας σημαίας του Ρεσίτ πασά, ηνώθησαν μετά του Ιμπραήμ. Εν ονόματι όλων των ενταύθα ηρώων, μεταξύ των οποίων είναι και ο Νότης Μπότσαρης, ο Παπαδιαμαντόπουλος, και εγώ, όστις παρά της Ελληνικής Διοικήσεως εδιωρίσθην αρχηγός ενός στρατιωτικού σώματος, σας αναγγέλω την ενώπιον του Θεού ωρισμένην απόφασίν μας δια να υπερασπισθώμεν και την υστέραν σπιθαμήν της γης του Μεσολογγίου και να συνενταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, χωρίς να ακούσωμεν πρότασίν τινα συνθήκης. 

Η τελευταία μας ώρα ήγγικεν. Η ιστορία θέλει μας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι θέλουν ελεεινολογήσει την συμφοράν μας. Εγώ δε καυχώμαι, διότι εντός ολίγου το αίμα ενός Ελβετού, ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου, μέλει να συμμιχθή με τα αίματα των ηρώων της Ελλάδος…». 

Ο κλοιός γύρω από την πόλη είχε γίνει πλέον ασφυκτικός, ενώ οι βομβαρδισμοί ήταν αδιάκοποι και ανηλεείς. Τα τρόφιμα είχαν εκλείψει και οι ασθένειες μάστιζαν τους κατοίκους. Από τις 10 Μαρτίου είχε σταματήσει η διανομή άρτου στη φρουρά. Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλισθεί το συσσίτιο, σφάζονταν καθημερινά οι γάτες, οι σκύλοι, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Στην πόλη δεν υπήρχαν ούτε καν χόρτα, διότι οι αγροί βρίσκονταν έξω από το τείχος. Οι Μεσολογγίτες είχαν πλέον πρόσβαση μόνο στα αλμυρίκια που φύτρωναν γύρω από τη λιμνοθάλασσα. 

Η Διευθυντική Επιτροπή όρισε μια τριμελή επιτροπή, υπό τον σωματάρχη Γ. Βάγια και τους υποσωματάρχες Σουλτάνη και Γιαν. Ραζηκότζικα, οι οποίοι περιφέρονταν σε όλες τις κατοικίες αναζητώντας κρυμμένα τρόφιμα. Κατόρθωσε να συγκεντρώσει 1.200 οκάδες αλεύρι, το οποίο και διένειμε χρησιμοποιώντας ένα κύπελλο ως μέτρο. Οι απελπισμένοι Μεσολογγίτες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τροφή, κυνηγούσαν μετά μανίας ακόμη και καβούρια από τη λιμνοθάλασσα. 

Αφού καταναλώθηκαν όλα τα ζώα, οι κάτοικοι προσπάθησαν να κορέσουν την πείνα τους με ποντίκια, ενώ αναφέρθηκαν και περιστατικά νεκροφαγίας. 

Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες του Μάγερ, του Αρτεμίου Μίχου, Νίκου Μακρή, Νίκου Κασομούλη και άλλων αυτοπτών μαρτύρων της πολιορκίας του Μεσολογγίου κατά τις τελευταίες ημέρες πριν από την έξοδο. 

«Από τις 10 Μαρτίου 1826 σταμάτησε η διανομή ψωμιού στη φρουρά. Για να εξασφαλιστεί το συσσίτιο σφάζονταν καθημερινά οι γάτες, οι σκύλοι, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια. Και τα άλογα… Στις 15 Μαρτίου δεν είχανε μείνει στο Μεσολόγγι ούτε βάτραχοι. Το ίδιο και τα ποντίκια, μαγειρευτήκανε και αυτά με λάδι και ξύδι… Μερικές μανάδες βγάζανε από τους υγιείς νεκρούς το συκώτι τους, το καθαρίζανε, το πλένανε καλά, το πασαλείβανε με ξύδι και αλάτι, το μαγειρεύανε και το δίνανε κατόπιν τροφή στα παιδιά τους!… Ο αξιωματικός Γούλας Ρετινιώτης ανακάλυψε σε κρυψώνα ενός σπιτιού τον μηρό ενός παιδιού και άλλα μέλη του. Η οικοδέσποινα τού είπε ότι το παιδί της είχε πεθάνει από την πείνα και οι ισχνές σάρκες του χρησίμευαν για να τραφούν οι υπόλοιποι της οικογενείας…».

 

Κάτω από αυτές τις φρικτές συνθήκες και μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια του Ανδρέα Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη δια θαλάσσης (30 Μαρτίου 1826), οι αρχηγοί των πολιορκημένων αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο.

 

Ο κλοιός στενεύει

 

Δύο χρόνια περίπου αργότερα, ο Κιουταχής επιστρέφει στο Μεσολόγγι. Στις 15 Απριλίου 1825, 20.000 άνδρες πολιορκούν το Μεσολόγγι

 

Οι ηρωικές προσπάθειες του Γεώργιου Καραϊσκάκη από ξηράς και του Ανδρέα Μιαούλη από θαλάσσης καθώς και η είσοδος των Σουλιωτών του Κίτσου Τζαβέλα στην πολιορκημένη πόλη ενίσχυσαν τον αγώνα των πολιορκημένων.

 

Οι πολιορκητές ενισχύονται από τις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις του Αιγύπτιου Ιμπραήμ και τον Μάρτιο του 1826 στενεύουν τον κλοιό γύρω από τους Μεσολογγίτες καταλαμβάνοντας τις νησίδες Βασιλάδι, Ντολμά της μεσολογγίτικης λιμνοθάλασσας προκαλώντας ισχυρό πλήγμα στον εφοδιασμό των πολιορκημένων.

 

Όχι στη συνθηκολόγηση

 

Η πείνα και η εξαθλίωση είχαν καταβάλει τις περίπου 10 χιλιάδες των πολιορκημένων, όμως εκείνοι συνέχιζαν να απορρίπτουν τις προτάσεις του Κιουταχή για συνθηκολόγηση

 

Στην απαντητική τους επιστολή, στις 22 Μαρτίου 1826, μεταξύ άλλων αναφέρουν:

 

«Απορρούμεν πώς ετολμήσετε να ζητήσετε οκτώ χιλιάδες άρματα τα οποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να σας τα δώσωμεν με τα χέρια μας. Τώρα βλέπομεν ότι εκείνο όπου θέλομεν ημείς – και θα γίνει εκείνο οπού ο Θεός αποφάσισεν».

 

Πλησιάζει το Πάσχα του 1826 και οι πολιορκημένοι αποφασίζουν ότι η μόνη λύση, η Έξοδος, θα γίνει τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων.

Μόνη λύση

 

Τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» της 9 Απριλίου 1933 αφηγούνται:

 

«Το Μεσολόγγι είχε φθάσει εις το τέλος του φοβερού μαρτυρίου του και εντός ολίγου τα αιματωμένα του ερείπια θα τα κατηύγαζεν η φεγγοβολή της υπερτάτης θυσίας και θα τα καθηγίαζεν η αποθέωσις ενός υπερόχου εις ηρωισμόν τέλους.

 

»Οι “ελεύθεροι πολιορκημένοι” είχον ματαίως αναμείνει τα τρόφιμα που δεν είχαν ημπορέσει να έλθουν διότι η γκρίνια και αι διχόνοιαι της κυβερνήσεως “των γραμματυφλών του Αναπλιού” τα κατάφεραν ώστε τα διαθέσιμα πλοία να σταλούν όχι όλα μαζί εις μίαν, αλλά χωριστά εις τρεις διαδοχικάς αποστολάς, η καθεμιά των οποίων απέβη φυσικώς ανίσχυρος να διασπάσει τον φοβερόν αποκλεισμόν του συνόλου του τουρκοαιγυπτιακού στόλου.

 

»Γάτες, σκύλοι, ποντικοί και φύκη και δέρματα είχαν πλέον φαγωθεί από τους μάρτυρας, οι οποίοι σηπόμενοι από τας ασθενείας, σκελετοί από την πείναν, αβοήθητοι, έρημοι, χωρίς ούτε βόλια, ούτε φάρμακα, είχαν εντούτοις το απαράμιλλον ψυχικόν θάρρος οκτώ ημέρες πριν ν’ απορρίψουν τας προτάσεις παραδόσεως που τους είχε διαβιβάσει ο πασάς.

 

Τώρα δεν τους έμενε πλέον άλλη ελπίς παρ’ αυτή». (…)

 

Νησάκι Κλείσοβα. Η επική μάχη 131 Ελλήνων κόντρα σε χιλιάδες τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ. Πως νίκησαν

 

Το Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1826, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη της τρίτης πολιορκίας από τον Κιουταχή, άντεχε ακόμη. 

Ο εκνευρισμός του σουλτάνου για την αδυναμία του πολυάριθμου στρατού του Κιουταχή να εκπορθήσει την πόλη τον οδήγησε στην απόφαση να στείλει τον Δεκέμβριο του 1825 και τον Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, για να κυριεύσει τους ανυπότακτους Έλληνες. 

Η αλαζονεία του πασά όμως ισοπεδώθηκε στα τείχη του Μεσολογγίου που, όταν τα αντίκρισε πρώτη φορά, είπε περιφρονητικά στον Κιουταχή: “αυτόν τον φράχτη δεν μπορείς να ρίξεις;”. 

Τρεις μήνες μετά τη σύμπραξη Ιμπραήμ και Κιουταχή, οι Μεσολογγίτες έφεραν σε αδιέξοδο το εκστρατευτικό σώμα των Οθωμανών, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστρώσουν άλλο σχέδιο. Συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να αποκλείσουν την πόλη τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα. 

Εμπόδιο όμως στα σχέδιά τους στέκονταν τα οχυρωμένα νησάκια που προστάτευαν το Μεσολόγγι και εξασφάλιζαν τον στοιχειώδη ανεφοδιασμό του. 

Το πιο κοντινό, σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων, ήταν η Κλείσοβα, άγρυπνος φρουρός στην είσοδο της λιμνοθάλασσας. 

 

Η μάχη της Κλείσοβας ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Μαρτίου 1826. Το νησί υπερασπίζονταν 131 άνδρες που αντιμετώπισαν 6.000 τουρκοαιγυπτίους.

 

Η νησίδα είχε περίμετρο περί τα 300 βήματα και περιβαλλόταν από πρόχωμα ύψους περίπου δύο μέτρων, για να μην μπαίνει η θάλασσα και την πλημμυρίζει.

Ο Κίτσος Τζαβέλας με οκτώ άνδρες έφυγε κρυφά από το Μεσολόγγι και με καταδρομική κίνηση ενίσχυσε την άμυνα του νησιού.

 

Την εκπόρθηση του οχυρού ανέλαβε προσωπικά ο Κιουταχής, με δύναμη 3.000 ανδρών. Η μάχη που έγινε την 25η Μαρτίου 1826 είναι παραγνωρισμένη διότι παρά τη νίκη δεν μπόρεσε να αλλάξει την τύχη του Μεσολογγίου. Κι όμως, από τους ειδικούς θεωρείται μία από τις θρυλικές μάχες της παγκόσμιας ιστορίας.

 

Η συντριβή του Κιουταχή

 

Η επίθεση του Κιουταχή έγινε αιφνιδιαστικά με το πρώτο φως της ημέρας. Στα παραπλανητικά πυρά προς την πόλη απάντησαν τα παραλιακά κανονιοστάσια του Μεσολογγίου. Ο στόλος των Τούρκων όμως άλλαξε ξαφνικά κατεύθυνση και στράφηκε με ορμή κατά της Κλείσοβας, με σφοδρό και συνεχή βομβαρδισμό.

 

Τότε ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Κίτσος Τζαβέλας έκανε μια παράτολμη καταδρομική επιχείρηση: έφυγε από το Μεσολόγγι με οκτώ άνδρες, πέρασε μέσα από τον εχθρικό στόλο και με τα πλοιάριά του έφτασε στο νησί για να μοιραστεί τον σχεδόν σίγουρα θάνατο με τους υπερασπιστές του.

 

Ήταν αποφασισμένος για όλα και το απέδειξε με κάθε τρόπο τις ώρες που ακολούθησαν.

Ο Κιουταχής επιχείρησε ανεπιτυχώς έξι επιθέσεις, τη μία μετά την άλλη. Οι Τούρκοι όμως έπεφταν πάνω στα εύστοχα και καταιγιστικά πυρά των Ελλήνων που είχαν οχυρωθεί στη στέγη της εκκλησίας. 

Το τέχνασμα με τους πασσάλους είχε πιάσει, καθώς εμπόδιζαν τις αποβατικές λέμβους και οι εισβολείς για να φτάσουν σε θέση βολής, αναγκάζονταν να προχωρήσουν με τα πόδια μέσα στα ρηχά νερά. 

Στην τελευταία έφοδο επικεφαλής τέθηκε ο ίδιος ο Κιουταχής, για να εμψυχώσει τους άνδρες του, αλλά χτυπήθηκε στην κνήμη και τραυματισμένος αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρηση του τούρκου αρχιστράτηγου προκάλεσε πανικό στον στρατό του κι έτσι άρχισε η άτακτη φυγή. 

Σύμφωνα με υπολογισμούς, σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν περισσότεροι από 1.500 Τούρκοι. 

 

Η ήττα του Ιμπραήμ

Οι τρομακτικές απώλειες και η αποτυχία του Κιουταχή να καταλάβει μια νησίδα που υπερασπίζονταν ελάχιστοι μαχητές έκαναν έξαλλο τον Ιμπραήμ, ο οποίος αποφάσισε να σβήσει από τον χάρτη την κουκίδα με το όνομα Κλείσοβα. 

Διέθεσε τρία τάγματα, αποτελούμενα από 3.000 άνδρες, με επικεφαλής τον γαμπρό του, Χουσεϊν μπέη. Τα αιγυπτιακά πλοιάρια κύκλωσαν το νησί και λογχοφόροι στρατιώτες εφόρμησαν κατά του μοναδικού οχυρώματος της Αγίας Τριάδας. 

Ο Κίτσος Τζαβέλας όμως είχε σχεδιάσει να χτυπήσει όταν ο εχθρός θα αισθανόταν πολύ σίγουρος ότι είχε φτάσει κοντά. “Καμία βολή χαμένη” ήταν η εντολή του. Όταν διέταξε “πυρ ομαδόν”, η πρώτη αιγυπτιακή γραμμή σωριάστηκε. 

Το θέαμα ήταν τόσο σοκαριστικό που οι επιτιθέμενοι σάστισαν. Ακολούθησαν νέα πυρά και η διάλυση του μετώπου των Τουρκοαιγυπτίων. 

Οι τρομακτικές απώλειες και η αποτυχία του Κιουταχή να καταλάβει μια νησίδα έκαναν έξαλλο τον Ιμπραήμ.

Ο Χουσεϊν έκανε πέντε αλλεπάλληλες εφόδους χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι βολές των Ελλήνων ήταν τόσο εύστοχες, που οι μαχητές είχαν αναθαρρήσει.

Έτσι εξόντωναν όλους όσους προσέγγιζαν. 

Όταν η θάλασσα γέμισε πτώματα, ο Χουσεΐν σηκώθηκε όρθιος στη βάρκα του για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Δεν πρόλαβε όμως να δώσει νέες εντολές, γιατί ο Σωτηρόπουλος τον εντόπισε πιθανότατα από την χρυποίκιλτη στολή του, τον πυροβόλησε και τον έριξε νεκρό. 

Ο θάνατος του γαμπρού του Ιμπραήμ εξαφάνισε κάθε ίχνος πειθαρχίας που είχε απομείνει στους άντρες του. 

Ακολούθησε ηρωική έφοδος της ελληνικής φρουράς με επικεφαλής τον Τζαβέλα, που καταδίωξε τους αντιπάλους μέσα στη λιμνοθάλασσα και τους εξόντωσε μαζικά.

Η εικόνα της υποχώρησης του τουρκοαιγυπτιακού στρατού κινητοποίησε και άλλες δυνάμεις Μεσολογγιτών από τη στεριά, που κατάφεραν να μπουν στη μάχη και να κυνηγήσουν τον εχθρό μέχρι τέλους. Έτσι βγήκε ο θρύλος ότι “τις νύχτες βογκά το αίμα των Αιγυπτίων” στην Κλείσοβα. 

Εκείνο το βράδυ χάθηκαν χιλιάδες στρατιώτες του Ιμπραήμ. Ο τελικός απολογισμός της πολιορκίας της Κλείσοβας ήταν δραματικός για τους Τούρκους.

Άλλοι υπολογίζουν τις απώλειες τους σε 2.500 και άλλοι σε 3.500. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους της μάχης. 

131 Έλληνες μαχητές υπερασπίστηκαν επιτυχώς μια νησίδα 300 μέτρων απέναντι σε δύο στρατούς συνολικής δύναμης 6.000 ανδρών. Απέκρουσαν έντεκα αλλεπάλληλες επιθέσεις και έγραψαν ιστορία. 

Η μεγαλειώδης νίκη όμως έμεινε ανεκμετάλλευτη και γρήγορα ξεχάστηκε υπό το βάρος της αιματοβαμμένης Εξόδου και της πτώσης του Μεσολογγίου που ακολούθησε. Όπως ειπώθηκε αργότερα, εάν οι πολιορκημένοι αποφάσιζαν εκείνο το βράδυ να κάνουν την Έξοδο, “όλοι θα εσώζοντο και κανείς δεν θα έπιπτε”. 

 

 

Η Έξοδος ξεκινά

 

«Μοιρασμένοι εις τρία σώματα, υπό τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλλα και τον Μακρήν, χίλιοι μαχηταί αποτελούν το πρώτον κύμα της εξόδου.

 

»Έπειτα –δεύτερον κύμα– οι άλλοι οπλοφόροι και με αυτούς τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, όσοι μπορούν να περπατήσουν ακόμα.

 

»Οι ανήμποροι, οι τραυματίαι, οι εξηντλημένοι μέχρις αδυναμίας να κινηθούν έχουν προτιμήσει να μείνουν εις το Μεσολόγγι, συμμαζεμένοι εις τα γερότερα σπίτια με σφαίρες και κάδους μπαρούτης δίπλα, ολοκαυτώματα διά τας χιλίας θυσίας». (…)

 

Πρόκειται για τους εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά που, ανήμποροι λόγω της σωματικής τους κατάστασης να ακολουθήσουν την ηρωική έξοδο, συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη πυριτιδαποθήκη της πόλης και με πρωτοβουλία του Χρήστου Καψάλη, όταν μπήκαν στο Μεσολόγγι οι πολιορκτητές, ανατινάχθηκαν στον αέρα για να μην πέσουν στα χέρια τους αλλά και για να παρασύρουν μαζί τους στον θάνατο, όσους περισσότερους από αυτούς μπορούσαν.

Εμπρός

 

Επιστρέφουμε στις δραματικές ώρες της εξόδου:

 

«Εμπρός, εμπρός…

 

Αναπηδούν και εξορμούν· δεν είναι άνθρωποι· δεν είναι ήρωες· είναι κάτι παραπάνω, κάτι μεγαλύτερο: Είναι σύμβολα. Ακράτητοι, ασυγκίνητοι, ανεπηρέαστοι από τον θάνατον που θερίζει δίπλα των τους πίπτοντας αθρόους συντρόφους των, όσοι επιζούν προχωρούν.

 

» Οι πρώτοι, οι δεύτεροι, περνούν όσοι δεν σκοτώνονται. Αλλ’ εν τω μεταξύ, μερικών του τρίτου κύματος, που έρχεται κατόπιν, η ψυχή εκάμφθη· εθεώρησαν την σωτηρίαν αδύνατον προς τα εμπρός και αντί του χαμού εκεί, επροτίμησαν την θυσίαν εντός της ωραίας πόλεως. Φωναί ηκούσθησαν: Πίσω… Πίσω. Και πλήθος κόσμου ανεστράφη πάλιν προς την πόλιν με τους Τουρκαλβανούς και τους Αραπάδες διώκοντας αναρριγωμένους εις τις τάπιες, διευθύνοντας το πυρ των από τα τείχη πλέον φονικώτατον κατά της πόλεως και των φευγόντων, οι οποίοι θα εύρον εκεί εντός ολίγου τον θάνατον εις τας φλόγας εκουσίων ολοκαυτωμάτων ή υπό τα φάσγανα κατακτητών ανεξιλεώτων.

 

»Εν τω μεταξύ οι άλλοι, οι πρώτοι, όσοι διεσώθησαν μαχηταί και γυναικόπαιδα, μετά μισήν ώραν έπεφταν εις την θανάσιμον ενέδραν των ιππέων, του Κιουταχή οι υπό τον Μακρήν και τον Τζαβέλλαν, του Ιμβραήμ, επελθόντων επίτηδες από το Μποχώρι, οι υπό τον Μπότσαρην. Κατακοπτόμενοι αλλ’ ασυγκράτητοι, δεκατιζόμενοι αλλ’ ακατάβλητοι, οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι», ημπόρεσαν να ξεφύγουν και από την δοκιμασίαν αυτήν διά να πέσουν σε λίγο εις τρίτην, τους Τουρκαρβανίτες του Μουστάμπεη οι οποίοι τους ανέμενον εκεί όπου οι ήρωες ήλπιζον να εύρουν την έξωθεν επικουρίαν, εις του Ζογού τους πρόποδας…

 

(…)

 

»Μετά ώρες, επάνω εις το βουνό ευρήκαν τους 300 του Κοντογιάννη, τους μόνους που υπήκουσαν του απόντος, γιατί ήταν άρρωστος, Καραϊσκάκη την διαταγήν και είχαν σπεύσει προς τον Ζογόν εις βοήθειαν των πολιορκημένων.

 

(…)

 

»Της ελευθερίας είνε άξιοι μόνον οι λαοί που ξέρουν να πεθαίνουν δι’ αυτήν χωρίς δισταγμόν».

 

ΠΗΓΗ ΠΗΓΗ  ΠΗΓΗ

Plain text

  • No HTML tags allowed.
  • Lines and paragraphs break automatically.
  • Web page addresses and email addresses turn into links automatically.