Στείλτε μας τα άρθρα σας στο info@troktico.com
(Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 18/4/1952)
Τη νύχτα που πιάσανε το Χριστό στον κήπο της Γεσθημανή, οι μαθητές του από το φόβο τους σκορπίσανε και τον αφήσανε μονάχον στα χέρια των ανόμων για να βγει αληθινή η προφητεία «Θα χτυπήσουνε τον τσομπάνη και θα σκορπίσουνε τα πρόβατα».
Οι κακούργοι λοιπόν δέσανε το Χριστό και τον πήγανε στον αρχιερέα Καϊάφα κι εκεί συναχθήκανε οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. Ο Πέτρος ακολουθούσε για να δει το τέλος. Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι ζητούσανε να βρούνε ψευδομάρτυρες για να θανατώσουνε το Χριστό. Και βρεθήκανε κάποιοι που είπανε πως τον ακούσανε να λέγει πως εγώ θα καταλύσω το ναό του Σολομώντα και σε τρεις μέρες θα τον χτίσω χωρίς πέτρες. Ο Καϊάφας σηκώθηκε κι είπε στο Χριστό : «Δεν αποκρίνεσαι; Τι μαρτυρούνε τούτοι για σένα;» Κι εκείνος σώπαινε. Του λέγει πάλι ο Αρχιερέας … «Συ είσαι ο Χριστός ο γιός του Θεού»; Κι ο Χριστός του αποκρίθηκε : «Εγώ είμαι και θα δείτε το γιό του ανθρώπου να κάθεται από δεξιά της δυνάμεως και να ’ρχεται απάνω σε νέφελα». Τότε ο Καϊάφας είπε «Τι ανάγκη έχουμε από μάρτυρες; Τον ακούσατε πως βλασφήμησε». Κι οι άλλοι φωνάξανε πως είναι ένοχος και να θανατωθεί. Και πιάσανε και τον φτύνανε και τον χτυπούσανε και του λέγανε … «Προφήτευσέ μας».
……………………………………………………………………………………………………
Κι αφού τον εμπαίξανε, τον ξεντύσανε την πορφύρα και τον ντύσανε τα δικά του ρούχα. Και τον βγάλανε από το διοικητήριο και τον φορτώσανε τον σταυρό και τον δέρνανε να περπατά. Κι επειδή από την αδυναμία δεν μπορούσε να τον σηκώσει πιάσανε έναν Σίμωνα από την Κυρήνη της Αφρικής που γύριζε από το χωράφι του και τον προστάξανε να φορτωθεί τον σταυρό και να πηγαίνει πίσω από τον Χριστό. Κόσμος πολύς ακολουθούσε, άνδρες και γυναίκες που θρηνούσανε. Κι ο Χριστός γύρισε και τις είπε «Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα, αλλά κλαίτε για τον εαυτό σας και για τα παιδιά σας γιατί έρχονται μέρες που θα λένε : «Καλότυχες οι στείρες που δε γεννήσανε. Πέσετε βουνά απάνω μας και σκεπάσετέ μας». Οι στρατιώτες σέρνανε μαζί με το Χριστό και δυο κακούργους για να τους θανατώσουνε μαζί του.
Και σαν φτάξανε σ’ ένα ψήλωμα έξω από την πολιτεία που το λέγανε Γολγοθά ή Κρανίου Τόπο, τον σταυρώσανε μαζί με τους δυο ληστάδες, τον έναν από τα δεξιά και τον άλλον απ’ τ΄ αριστερά του. Και πρόσταξε ο Πιλάτος να βάλουνε επάνω στο σταυρό του Χριστού μια πινακίδα που έγραφε «Ιησούς Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων» σε τρεις γλώσσες, Εβραϊκά, ελληνικά και Ρωμαϊκά.
Κι οι στρατιώτες πήρανε τα ρούχα του Χριστού και τα μοιραστήκανε ρίχνοντας κλήρο για να αληθέψει η γραφή που λέγει : «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επι τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον». Κοντά στο σταυρό στεκότανε η μητέρα του η Παναγία κι η θεία του η Μαρία του Κλωπά κι η αδελφή της η Μαρία η Μαγδαληνή κι άλλες άγιες γυναίκες. Κι ένας από τους δυο κακούργους βλαστήμησε το Χριστό και του έλεγε «Αν είσαι ο Χριστός σώσε τον εαυτό σου κι εμάς». Μα ο άλλος τον μάλωνε και του ‘λεγε «Βρε δε φοβάσαι το Θεό, αφού είσαι σαν κι εκείνον κρεμασμένος; Εμείς δίκαια βασανιζόμαστε για όσα κάναμε. Μα αυτός δεν έκανε κανένα κακό». Κι έλεγε στο Χριστό «Θυμήσου με Κύριε σαν θα έλθεις στη βασιλεία σου». Κι ο Χριστός του είπε «Αληθινά σου λέγω σήμερα θα ‘σαι μαζί μου στον Παράδεισο»!
Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό το μέρος κι ας βάλουμε με το νου μας τους τρεις σταυρωμένους, κρεμασμένους ψηλά, απάνω από τον κόσμο που βογκούσε σαν θάλασσα τρικυμισμένη να μιλάνε μεταξύ τους χωρίς να τους ακούγει κανένας από κάτω. Ο τελευταίος άνθρωπος που μίλησε με το Χριστό ήτανε ένας ληστής ένας φονιάς. Κι αυτός μπήκε στον Παράδεισο πριν απ’ όλους τους αγίους. Τι μυστήρια παράδοξα έχει η θρησκεία μας.
Μετά κάμποση ώρα έκραξε ο Ιησούς «Ελωΐ! Ελωΐ! Λαμά σαβαχθανί», που θα πει «Θεέ μου! Θεέ μου! Γιατί με εγκατέλειψες»; Οι Ιουδαίοι δεν καταλαβαίνανε τι λέγει και θαρρούσανε πως φώναξε τον Ηλία. Ύστερα φώναξε «Διψώ»! Ένας στρατιώτης έτρεξε κι έδεσε σ’ ένα καλάμι ένα σφουγγάρι με ξύδι και το ‘βαλε στο στόμα του λέγοντας «Ας δούμε αν θα ‘ρθει ο Ηλίας να τον γλιτώσει»!
Κατά τις εννιά η ώρα ο Χριστός έβγαλε μια δυνατή φωνή κι είπε «Πατέρα στα χέρια στο παραδίνω το πνεύμα μου. Τετέλεσται»! Κι έγειρε την κεφαλή του και ξεψύχησε.
Ο εκατόνταρχος που είχε τη φρουρά οπού φύλαγε τον Χριστό σαν είδε το σεισμό και το σκοτάδι κι άκουσε τη φωνή του Χριστού είπε : «Αληθινά γιός του Θεού ήτανε»!