Στείλτε μας τα άρθρα σας στο info@troktico.com
Γράφει το troktico
Βόρειος Ήπειρος Γη Ελληνική . Η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου!
Συνθήκη του Λονδίνου
Στις 30 Μαΐου 1913 υπεγράφη η Συνθήκη του Λονδίνου, ως αποτέλεσμα της Διάσκεψης λεγόμενης και Συνδιάσκεψη Ειρήνης, που έγινε στην αγγλική πρωτεύουσα, για τον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (1912-1913). Αυτή η Συνθήκη συνομολογήθηκε μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων (Βουλγαρίας – Ελλάδας – Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Έμεινε γνωστή και ως Βαλκανο-Τουρκική Συνθήκη.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή παραχωρούνταν στους νικητές (στα Βαλκανικά κράτη) όλα τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας, εκτός της Αλβανίας, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω δημιουργούνταν ως ανεξάρτητη Ηγεμονία. Συγκεκριμένα το κείμενο της συνθήκης, το οποίο συντάχθηκε οριστικά, προέβλεπε (άρθρο 2) να παραχωρήσει η Οθωμανική αυτοκρατορία όλα τα Ευρωπαϊκά εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνος – Μήδεια, εκτός της Αλβανίας.
Οι Σύμμαχοι και η Τουρκία (άρθρο 3) ανέθεταν στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις (υπό την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη που συνέχιζε τις συνομιλίες), τη χάραξη των συνόρων και το διακανονισμό των ζητημάτων που αφορούσαν την Αλβανία καθώς τους παρείχαν τη δυνατότητα (άρθρο 5) να αποφανθούν για την τύχη των ελληνικών νήσων του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης (άρθρο 4) για την οποία η Πύλη παραιτείτο «υπέρ των συμμάχων Ηγεμόνων πάντων των επί της Νήσου κυριαρχικών δικαιωμάτων της».
Με βάση τις αποφάσεις της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως του Λονδίνου η Διεθνής Επιτροπή Καθορισμού των Συνόρων θα έπρεπε να αρχίσει τις εργασίες για τη χάραξη των ορίων της Αλβανίας την 1η Σεπτεμβρίου 1913. Μόλις όμως στις 4 Οκτωβρίου κατόρθωσε να συνέλθει στην πρώτη της εναρκτήρια συνεδρίαση στο Μοναστήρι. Πριν αρχίσει τις εργασίες της η Επιτροπή, οι Μεγάλες Δυνάμεις της γνωστοποίησαν την απόφαση τους να παραχωρηθεί η Κορυτσά (που είχε απελευθερωθεί από τον Ελληνικό Στρατό στις 7/10/1912) στην Αλβανία, ενώ παράλληλα προειδοποίησαν την Ελλάδα να μην φέρει προσκόμματα στην απόφαση τους αυτή.
Απ’ όσες πόλεις και χωριά της Ηπείρου στις περιοχές Κορυτσάς, Λεσκοβικίου και Αργυροκάστρου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής οι κάτοικοι τους υποδέχονταν με ελληνικές σημαίες και βροντοφώναζαν την ελληνική συνείδηση τους και τον πόθο του να ενωθούν με το Βασίλειο της Ελλάδας, με αποκορύφωμα το παλλαϊκό συλλαλητήριο που διοργανώθηκε στο Αργυρόκαστρο στις 25 Νοεμβρίου 1913, στο οποίο συμμετείχαν 20.000 κάτοικοι!
Ήδη άρχισαν να διαδίδονται πληροφορίες ότι τα εδάφη που απελευθέρωσε ο Ελληνικός Στρατός από το Νοέμβριο του 1912 μέχρι τον Μάρτιο του 1913 δεν θα αποδίδονταν στην Μητέρα Ελλάδα αλλά στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν δύο χώρες – μέλη των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ιταλία και η Αυστρο-ουγγαρία, που είχαν συμφέροντα στην περιοχή και τους ευνοούσε μία μεγαλύτερη σε έκταση Αλβανία.
Η Επιτροπή παρέμεινε στο Αργυρόκαστρο μόνο 4 μέρες χωρίς να επισκεφθεί κανένα χωριό νοτιότερα και αιφνιδιαστικά αποφάσισε στις 27 Νοεμβρίου 1913 να αναχωρήσει για την Ιταλία μέσω Αγίων Σαράντα. Αυτό καθόριζαν οι εντολές των κυβερνήσεων των απεσταλμένων μελών της σε απάντηση των αιτημάτων τους για σαφέστερο καθορισμό των κριτηρίων προσδιορισμού της εθνότητας των κατοίκων. Οι κάτοικοι που έμαθαν για την εσπευσμένη και απροσδόκητη αναχώρηση των αντιπροσώπων, μαντεύοντας την αιτία, αναστατώθηκαν. Οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας, των Αγ. Σαράντα, του Δελβίνου, του Τεπελενίου και της Πρεμετής παρουσιάσθηκαν αμέσως στην Επιτροπή και διαμαρτυρήθηκαν με έντονο τρόπο γιατί δεν επισκέφθηκαν τις περιοχές τους. Οι αντιπρόσωποι της Τριπλής Συμμαχίας (Ιταλία, Γερμανία, Αυστρο-ουγγαρία) για να αποφύγουν τις εκδηλώσεις του λαού, αναχώρησαν από το Αργυρόκαστρο τα μεσάνυχτα προς τις 28 Νοεμβρίου.
Οι άλλοι αντιπρόσωποι, της Τριπλής Συνεννόησης – Αντάντ (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), αναχώρησαν κανονικά, όπως είχε αποφασισθεί, το πρωί της 28ηςΝοεμβρίου. Οι κάτοικοι της περιοχής τους ξεπροβόδισαν με λύπη αλλά και με ευγένεια και αξιοπρέπεια. Οι Γάλλοι αντιπρόσωποι πριν αναχωρήσουν από το βόρειο τμήμα της Ηπείρου δήλωσαν ότι «έφευγαν με την εντύπωση ότι ο πληθυσμός της περιοχής, για την υπόθεση του, θα πρόβαλλε αντίσταση μέχρις εσχάτων και ότι η χειρότερη έκβαση στο Ηπειρωτικό Ζήτημα δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από τη μη παραμονή του Ελληνικού Στρατού στις διαμφισβητούμενες περιοχές επ’ άπειρον», αναγνωρίζοντας έτσι την ελληνικότητα της περιοχής.
Η Διεθνής Επιτροπή από τους Αγ. Σαράντα έφτασε στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου μετά από συνεχείς συσκέψεις διατύπωσε τις αποφάσεις της, όπως ακριβώς είχαν προκαθορισθεί στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Το κείμενο τους που είναι γνωστό ως το «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας», υποβλήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1913 σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο (17 Δεκεμβρίου 1913 ) στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου και στις κυβερνήσεις των Έξι Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο Πρωτόκολλο καθοριζόταν αναλυτικά η οροθετική γραμμή, η οποία σε γενικές γραμμές αποτελεί και τη γραμμή των σημερινών συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας.
Συνθήκη του Βουκουρεστίου
Με την Συνθήκη Βουκουρεστίου, στις 10 Αυγούστου 1913 ορίστηκαν τα σύνορα της ηττημένης Βουλγαρίας με τις όμορες και νικήτριες Χώρες ενώ ταυτόχρονα απετράπη η όποια ανάμιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βαλκανικά ζητήματα .Η Σερβία έλαβε υπό τη κυριαρχία της όλη τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι τη Ραντοβίτσα και τη Στρώμνιτσα καθώς και το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο τμήμα του Βαρδάρη . Τα Ελληνο-Σερβικά σύνορα είχαν ήδη καθορισθεί από ειδική διμερή επιτροπή από τις 3 Αυγούστου 1913 και τα είχαν υπογράψει οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Σερβίας Ελευθέριος Βενιζέλος και Νικόλα Πάσιτς αντίστοιχα .Τα Ελληνο-Βουλγαρικά καθορίστηκαν ανατολικά μεταξύ του όρους Μπέλες και των εκβολών του ποταμού Νέστου στο Αιγαίο, και βόρεια από εγγύς Στρωμνίτσας μέχρι όρους Μπέλες. Η Ρουμανία μετά την επίθεση που ξεκίνησε η Βουλγαρία, παρασυρόμενη από το πάθος πολεμικής λύσης, είχε εισβάλει στη Βουλγαρία, από την οποία και προσάρτησε τη Βουλγαρική Δομβρουτσά. Η δε Οθωμανική Αυτοκρατορία επανέκτησε την Αδριανούπολη και τμήματα της Α. Θράκης. Η Βουλγαρία αν και ηττημένη, διατήρησε το Μελένικο και το Νευροκόπι στη βόρεια Μακεδονία καθώς και τη Δυτική Θράκη, εκτός της Καβάλας. Συνεπώς η Βουλγαρία, από τη Συνθήκη αυτή, εξήλθε πολλαπλά κερδισμένη τόσο σε έκταση, όσο και σε πληθυσμό. Συγκεκριμένα έστω και με τα εδάφη που της απέμειναν από εκείνα που είχε προσαρτήσει στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο έφθανε σε έκταση και πληθυσμό την Ελλάδα , υπερβαίνοντας και τη Σερβία. Έμεναν να καθοριστούν και τα σύνορα από την άλλη πλευρά και αυτό συνέβη μερικούς μήνες αργότερα με μια νέα συνθήκη που έμεινε γνωστή σαν Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας.
Συνθήκη της Φλωρεντίας
Στις 4 Δεκεμβρίου 1913 σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο (17 Δεκεμβρίου με το νέο) υπογράφεται το γνωστό Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας και παραχωρείται η βόρεια ήπειρος στην Αλβανία. Υπογράφεται στην ομώνυμη πόλη, μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και τα σύνορα πλέον της Βορείου Ηπείρου είναι γεγονός όπως και το νεοϊδρυθέν αλβανικό κράτος. Στους όρους του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα «αποδίδει» στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας τις περιοχές της Χειμάρρας, των Αγίων Σαράντα, του Δελβίνου, του Τεπελενίου, της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες μετείχαν στη συνδιάσκεψη ήταν η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία, η Γερμανία, και η Αυστροουγγαρία.
Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1914) που συνομολογήθηκε και υπογράφτηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1914 από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Φλωρεντία της Ιταλίας, εξ ου και η ονομασία του, ήταν η συνέχεια του προηγούμενου Συμφώνου της Φλωρεντίας (1913). Το δεύτερο αυτό πρωτόκολλο αποτελούσε στην πραγματικότητα διακοίνωση των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων προς την Ελληνική Κυβέρνηση για τη χάραξη των Αλβανικών συνόρων.
Σύμφωνα με αυτές τις αποφάσεις το Αργυρόκαστρο, το Βουθρωτό, το Δέλβινο, η Κορυτσά, η Χειμάρα, οι Άγιοι Σαράντα, το Τεπελένι, και η νήσος Σάσων παραχωρούνται στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας (νεοσύστατη Ηγεμονία). Παράλληλα η Ελλάδα καλείται να εκκενώσει τα εδάφη αυτά της Βορείας Ηπείρου τα οποία είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός, απωθόντας τις οθωμανικές δυνάμεις, αμέσως μετά την κατάληψη και απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου του 1913) κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Ταυτόχρονα η εν λόγω διακοίνωση επιδίκαζε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τις νήσους Ίμβρο και Τένεδο, (προ των Στενών), καθώς και το Καστελόριζο. Με το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, έληξε το Κρητικό ζήτημα.
Αντίθετα με τα παραπάνω οι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν και αποφάσισαν ν΄ αντισταθούν επαναστατικά με τα όπλα. Υπήρξαν ακόμη σφοδρές αντιδράσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Στις 17 Φεβρουαρίου, μόλις τέσσερις μέρες μετά την παραπάνω διακοίνωση συνέρχεται επαναστατική συνέλευση στο Αργυρόκαστρο και ανακηρύσσει τη Βόρεια Ήπειρο σε «Αυτόνομη Πολιτεία» με προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Χ. Ζωγράφο. Τάχιστα οργανώθηκε στρατός από τον πατριώτη συνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη και άρχισε να οργανώνει την άμυνα της περιοχής. Το κίνημα αυτό χαιρετίστηκε από τα τότε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα του Τύπου με ιδιαίτερα μεγάλο ενθουσιασμό.
Με τη διακοίνωση τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προς την Ελλάδα, ανακοίνωναν την απόφαση τους να δοθούν στο ελληνικό κράτος όλα τα νησιά του Αιγαίου, που στην πραγματικότητα κατέχονταν ήδη από αυτό, με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο, που αποδίδονταν στην Τουρκία. Η οριστική εκδίκαση των νησιών δεν θα ίσχυε παρά μόνο όταν τα ελληνικά στρατεύματα εκκένωναν τα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου που είχαν απελευθερώσει κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και τα οποία είχαν επιδικασθεί με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στην Αλβανία. Επίσης απαιτούσε από την Ελληνική Κυβέρνηση να δεσμευθεί και τυπικά ότι δεν θα πρόβαλε καμία αντίσταση, ούτε θα υποστήριζε ή θα ενθάρρυνε άμεσα ή έμμεσα κανενός είδους αντίδραση κατά του καθεστώτος που οι Έξι Δυνάμεις είχαν θεσπίσει στη «Νότια Αλβανία».
Η εκκένωση θα άρχιζε την 1η Μαρτίου 1914 με την αποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Κορυτσάς και το νησί Σάσωνα και θα τερματιζόταν στις 31 Μαρτίου από την περιοχή Δελβίνου.
Η Ελλάδα, η τότε Ελληνική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, αν και αντίθετη στην απόφαση και μπροστά στον εκβιασμό «Αιγαίο ή Βόρειος Ήπειρος» και έχοντας μόλις βγει από δύο συνεχόμενους Βαλκανικούς Πολέμους – με μία Βουλγαρία και μία Τουρκία που καιροφυλακτούσαν για εκδίκηση από τις πρόσφατες συντριβές τους και γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει καμία βοήθεια από πουθενά αλλού – αποφάσιζε να υποκύψει στη θέληση των ισχυρών και να εγκαταλείψει αυτή την πανάρχαια ελληνική γη που μόλις πριν λίγους μήνες είχε απελευθερώσει με ποταμούς αιμάτων…
Ουσιαστικά οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν διακοίνωση στην ελληνική πλευρά που γνωστοποιούσαν την οριστικοποίηση της απόφασης για προσάρτηση των νησιών εφόσον αποδεκτεί το πρωτόκολλο περί της Βορείου Ηπείρου. Στις 21 Φεβρουαρίου η ελληνική κυβέρνηση απάντησε στην παραπάνω Διακοίνωση ότι δέχεται την απόφαση, περιοριζόμενη μόνο σε αίτημα εγγυήσεων για την ασφάλεια των ελληνογενών κατοίκων, την ελεύθερη εκπαίδευσή τους και την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, στις αναφερόμενες παραπάνω περιοχές. Στις 9 Νοεμβρίου του 1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της εν λόγω περιοχής στην Αλβανία, ενώ στις 27 Νοεμβρίου του 1924 επικυρώθηκε η οριστική επιδίκαση του θέματος με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας.
Τόσο το πρωτόκολλο αυτό όσο και το ομώνυμο του προηγούμενου έτους στην ουσία ήταν υπομνήματα της διεθνούς επιτροπής χάραξης συνόρων της νεοσύστατης Αλβανίας, που είχε οριστεί από το Πρωτόκολλο της Πρεσβευτικής Διάσκεψης και είχε συνομολογηθεί στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1913 υπό των αντιπροσώπων των τότε έξι Μεγάλων Δυνάμεων και που αφορούσε την αναγνώριση - ανεξαρτησία Ηγεμονίας της Αλβανίας.
Όταν διατάχθηκε ο ελληνικός στρατός να αποχωρήσει ακολούθησαν άγριες επιθέσεις των Αλβανών κατά ελληνικών χωριών τους οποίους και αντιμετώπισαν μόνοι τους οι Βορειοηπειρώτες. Οι δε αποδοκιμασίες που ακολούθησαν στην Ελλάδα υπήρξαν φυσικά εντονότερες και ζωηρότερες
Τελικά δικαίωση δεν υπήρξε, ενώ η ακριβής χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων έγινε μετά παρέλευση 11 ετών με το νεότερο Πρωτόκολλο Φλωρεντίας (1925) που και αυτό παρότι αποδοκιμάστηκε διεθνώς, έγινε δεκτό από την ελληνική κυβέρνηση.
ΠΗΓΕΣ :
Ιστορία Ελληνικού Έθνους
Wikipedia.org
Sansimera.gr
pemptousia.gr